- ψιμυθοῦσθαι
- ψιμυθόωpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ψιμυθώ — όω, ΜΑ, και ψυμυθῶ, όω, Α [ψίμυθος] ψιμυθιώ* μσν. (κατά τον Μοίρ.) «ἐντρίβεσθαι τὸ ὑπογράφεσθαι καὶ ψιμυθοῡσθαι» … Dictionary of Greek